τόρνος — carpenter s tool for drawing a circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
τόρνοι — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοις — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοισιν — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνον — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνου — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνῳ — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνίσκος — ὁ, Α μικρός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek